ξυλοφάγος

ξυλοφάγος
ο
1. αυτός που τρώει το ξύλο: Ξυλοφάγα σκουλήκια.
2. ξυλουργικό εργαλείο για το φάγωμα, τρίψιμο του ξύλου, αλλ. ράσπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ξυλοφάγος — eating wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — eating wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, ον) (για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες 2. το… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφάγον — ξυλοφάγος eating wood masc/fem acc sg ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγα — ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγοι — Ξυλοφάγος eating wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγοι — ξυλοφάγος eating wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγον — Ξυλοφάγος eating wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγου — Ξυλοφάγος eating wood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγου — ξυλοφάγος eating wood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”